Η μία ετοιμάζεται να εγκαταλείψει περιπετειωδώς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η άλλη βλέπει την υποψηφιότητά της για ένταξη στο κλαμπ να καρκινοβατεί – και πάντως ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για μια σχέση "α λα καρτ”, απαλλαγμένη από πολιτικά προαπαιτούμενα.
Αποτελούν τις δύο μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου, με πολλές (θα έλεγε κανείς, τυχοδιωκτικές) φιλοδοξίες, ιδίως για την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου άλλωστε η BP ως απλώς θεατής παρακολουθεί μέχρι τώρα το παιχνίδι που κινητοποίησαν οι αδειοδοτήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όμως υστερούν σε πολιτικές συμπάθειες.
Η Βρετανία και η Τουρκία προορίζονται να έρθουν πιο κοντά. Και αυτό τους το πλησίασμα επισφραγίζει ήδη ένα σημαντικό επιχειρηματικό ντιλ.
Ο πανίσχυρος OYAK, δηλ. το Μετοχικό Ταμείο των Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, αναδείχθηκε πιθανότερος αγοραστής της δοκιμαζόμενης British Steel, εκτοπίζοντας περίπου 80 ανταγωνιστές, όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή.
Οι άνθρωποι της Ataer Holding, δηλ. του επενδυτικού βραχίονα του OYAK, είναι οι μόνοι που απέκτησαν το δικαίωμα να μελετήσουν μέσα στο επόμενο δίμηνο τα λογιστικά και νομικά βιβλία του βρετανικού γίγαντα της χαλυβουργίας, ο οποίος βρίσκεται σε καθεστώς υποχρεωτικής εκκαθάρισης από τον Μάιο, οπότε κατέρρευσαν οι συνομιλίες για τη διάσωσή του από την κυβέρνηση της Βρετανίας, με αποτέλεσμα να κινηθεί κοινοβουλευτική έρευνα σχετικά. Όλοι οι εμπλεκόμενοι αισιοδοξούν ότι η συμφωνία εξαγοράς θα αποτελέσει πραγματικότητα εντός του 2019.
Οι Τούρκοι διαπραγματευτές δηλώνουν ρητά ότι αντιμετωπίζουν το Brexit ως ευκαιρία.
Υπενθυμίζεται ότι η British Steel, που έχει ιστορία 150 ετών και τώρα κατέχεται από την Greybull, απασχολεί 5.000 εργαζόμενους, ανάμεσά τους 3.000 στο εργοστάσιο του Σκάνθορπ και 800 στο εργοστάσιο του Τίσαϊντ στη βόρεια Αγγλία, ενώ από την όλη αλυσίδα τροφοδοσίας της εξαρτώνται άλλες 20.000 θέσεις εργασίας. Επιπλέον, οι δραστηριότητές της απλώνονται στην Γαλλία και την Ολλανδία. Αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο της βρετανικής χαλυβουργίας.
Από την πλευρά της, η Ataer κατέχει ποσοστό σχεδόν 50% της Erdemir, μεγαλύτερης χαλυβουργίας της Τουρκίας, με 11.530 εργαζόμενους, αλλά και της Oyak-Renault που εδρεύει στην Προύσα. Συνολικά, εταιρείες συμφερόντων του ΟΥΑΚ παράγουν περί το ένα τέταρτο του τουρκικού χάλυβα, καθιστώντας τον τρίτο μεγαλύτερο παραγωγό στην Ευρώπη.
Αυτό που έκανε θελκτική για τη βρετανική πλευρά την προσφορά της Ataer είναι η δέσμευση ότι θα επενδυθούν 900 εκατ. στερλίνες με στόχο τον διπλασιασμό εντός δεκαετίας του όγκου παραγωγής του Σκάνθορπ, στα 4 εκατ. τόνους ετησίως.
Όλο αυτό θα διευκολυνθεί με κρατικές επιδοτήσεις και δάνεια ύψους 300 εκατ. στερλινών. Το ότι πάντως δεν προτιμήθηκε εγχώριος αγοραστής αποτελεί αντικείμενο διαμάχης στη βρετανική δημόσια συζήτηση.
Η ανταγωνιστική πρόταση της βρετανικής Liberty House, ιδιοκτησίας του Ινδού μεγιστάνα Sanjeev Gupta, προέβλεπε παρόμοιο τίμημα με της Ataer, ύψους 70 εκατ. στερλινών, αλλά με 400 περισσότερες καταργήσεις θέσεων εργασίας, στο πλαίσιο αντικατάστασης των υψικαμίνων με ηλεκτρικές, λιγότερο ενεργοβόρες, λιγότερο επιβαρυντικές προς το περιβάλλον και λιγότερο εξαρτημένες από τη διακύμανση των τιμών του σιδηρομεταλλεύματος και του άνθρακα.
Η αρμόδια υπουργός της Βρετανίας Άντρεα Λίντσομ (την οποία οι αντιπολιτευόμενοι Εργατικοί κατηγορούν ότι βρισκόταν κατά την κρίσιμη διαπραγμάτευση σε διακοπές) χαιρέτισε την καταρχήν συμφωνία για την British Steel, όπως και τα βρετανικά συνδικάτα, που πάντως έρχονται ήδη σε επαφή με τα τουρκικά για να πληροφορηθούν τις εργοδοτικές πρακτικές του νέου ιδιοκτήτη.
Ο OΥΑΚ (Ordu Yardımlaşma Kurumu) ιδρύθηκε το 1961, στον απόηχο του στρατιωτικού πραξικοπήματος της προηγούμενης χρονιάς, ως επικουρικό ταμείο των στρατιωτικών και σήμερα καλύπτει 260.000 δικαιούχους, στους οποίους προσφέρει και στεγαστικά δάνεια, βοηθήματα αναπηρίας κ.ο.κ. Είναι οργανισμός ιδιωτικού δικαίου, αν και προεδρεύεται από απόστρατο στρατηγό, αποτελώντας τον οικονομικό βραχίονα της τουρκικής στρατογραφειοκρατίας (και της διαπλοκής της με ιδιωτικά συμφέροντα). Τα κύρια έσοδά του προέρχονται από εισφορά της τάξης του 10% στη μισθοδοσία των ενστόλων και ανέρχονταν το 2018 σε 9,8 δισ. δολάρια, ενώ η αξία του χαρτοφυλακίου του φθάνει τα 19,3 δισ. δολάρια.
Ο ρόλος του στην τουρκική οικονομία ήταν πολύ πιο σημαντικός πριν από τις ιδιωτικοποιήσεις της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, οπότε το ταμείο κατείχε την Oyak Bank και την αλυσίδα πολυκαταστημάτων Oypa.
Δεν είναι λίγα τα σκάνδαλα που περιβάλλουν τον OYAK. Το 2012 συγκροτήθηκε κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή που κατέληξε σε πόρισμα 130 σελίδων για δραστηριότητες του Ταμείου, ιδίως κατά τη δεκαετία του ΄90, οι οποίες ζημίωσαν τα δημόσια ταμεία. Μεταξύ άλλων, ο ΟΥΑΚ είχε εξασφαλίσει άδειες οικοδόμησης στρατοπέδων σε εκτάσεις του οι οποίες τελικά αξιοποιήθηκαν για την ανέγερση εμπορικά εκμεταλλεύσιμων συγκροτημάτων κατοικιών. Οι ιθύνοντες του Ταμείου επιμένουν ότι μετά την αλλαγή διοίκησης το 2016, επικρατεί πλήρης διαφάνεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου